πολυέξοδος

πολυέξοδος
-η, -ο
1. αυτός που ξοδεύει πολλά, ο πολυδάπανος, ο σπάταλος: Πολυέξοδος άνθρωπος.
2. δαπανηρός, ακριβός: Πολυέξοδες διασκεδάσεις.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολυέξοδος — with many outgoings masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυέξοδος — η, ο / πολυέξοδος, ον, ΝΜΑ 1. πολυδάπανος, σπάταλος 2. αυτός για τον οποίο απαιτούνται πολλά έξοδα, πολλές δαπάνες, δαπανηρός («πολυέξοδη θεραπεία») μσν. αυτός που έχει πολλές εξόδους, πολλές πόρτες …   Dictionary of Greek

  • πολυέξοδον — πολυέξοδος with many outgoings masc/fem acc sg πολυέξοδος with many outgoings neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτελής — ές, ΝΜΑ αυτός για τον οποίο δαπανήθηκαν πολλά χρήματα, δαπανηρός, πολυέξοδος (α. «πολυτελές διαμέρισμα» β. «οἰκίης μεγάλης καὶ πολυτελέος περιβολή», Ηρόδ.) νεοελλ. (κοινων.) αυτός που είναι εφοδιασμένος με περισσότερα και καλύτερης ποιότητας μέσα …   Dictionary of Greek

  • ακριβός — ή, ό 1. (για πράγματα) αυτός που έχει μεγάλη αγοραστική αξία, που κοστίζει πολύ 2. πολύτιμος, τιμαλφής, βαρύς 3. αυτός που απαιτεί πολλά έξοδα, δαπανηρός, πολυέξοδος 4. (για πρόσωπα) αυτός που πουλά σε υψηλή τιμή 5. αυτός που τόν βλέπει κανείς… …   Dictionary of Greek

  • καταβόθρα — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 254 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαργαριτίου του νομού Θεσπρωτίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, κοντά στα όρια με τον νομό Πρεβέζης, 28 χλμ. ΝΑ της Ηγουμενίτσας. Υπάγεται… …   Dictionary of Greek

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυανάλωτος — ον, Α 1. άσωτος, σπάταλος 2. αυτός που απαιτεί μεγάλα έξοδα, πολυδάπανος, πολυέξοδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἀναλῶ / ἀναλίσκω «δαπανώ» (πρβλ. ευ ανάλωτος)] …   Dictionary of Greek

  • πολυδάπανος — η, ο / πολυδάπανος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που απαιτεί πολλά έξοδα, που προξενεί μεγάλη δαπάνη (α. «πολυδάπανη επιχείρηση» β. «ὥστε οὔτε ἔρημός ποτε ἡ τράπεζα βρωτῶν γίγνεται... οὔτε πολυδάπανος», Ξεν.) 2. (για πρόσ.) σπάταλος, πολυέξοδος. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”